Η ''ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ'' ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Στον κόσμο ολόκληρο, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, το πρόσωπο της Ελένης παραμένει θρυλικό.Αινιγματική μορφή και σύμβολο της ανυπέρβλητης ομορφιάς και του παθιασμένου έρωτα.Η αρπαγή της από τον Πάρη θα προκαλέσει το δεκαετή Τρωικό πόλεμο, έναν από τους πιο αιματηρούς στην αρχαία ιστορία.Η προσωπικότητα της, η γέννηση της και η ιστορία της είναι γεμάτη από διαφορετικές εκδοχές και αμφιλεγόμενες απόψεις.
Αυτό που είναι απολύτως αποδεκτό είναι ότι η μορφή της αποτέλεσε αστείρευτη πηγή έμπνευσης για καλλιτέχνες εδώ και 3000 χρόνια! Ο μύθος της Ελένης αποτελεί αντικείμενο άσκησης της ποιητικής και πεζογραφικής τέχνης εδώ και εκατοντάδες αιώνες με τη μορφή ανατυπώσεων, διασκευών και μεταμορφώσεων :
Ιλιάδα του Ομήρου
«Κρίμα δεν έχουν οι Αχαιοί, δεν έχουν κρίμα οι Τρώες
χάριν ομοίας γυναικός τόσον καιρόν να πάσχουν·
τωόντι ομοιάζει ωσάν θεάς η τρομερή θωριά της
αλλά και ως είναι ασύγκριτη καλύτερα να φύγει
παρά να μείνει συμφορά σ' εμάς και στα παιδιά μας».
Ραψωδία Γ - Η τειχοσκοπία (Στιχ. 156-160)
Η Ελένη στα τείχη της Τροίας
Ἑλένης ἐγκώμιον από το σοφιστή Γοργία (485 – 380 π.Χ.)
«…τίς οὖν αἰτία κωλύει καὶ τὴν Ἑλένην νομίσαι ἐλθεῖν ὁμοίως ἂκουσαν οὖσαν ὥσπερ εἰ βιατήρων βίᾳ ἡρπάσθη· …»
«Ποια αιτία λοιπόν μας εμποδίζει να θεωρήσουμε ότι η Ελένη ήρθε στην Τροία χωρίς τη θέλησή της, το ίδιο όπως αν αρπάχτηκε από απαγωγέων τη βία; Αφού η επίδραση της πειθούς, αν και δεν έχει του εξαναγκασμού τη μορφή, έχει την ίδια μ᾽ αυτόν δύναμη. Γιατί ο λόγος που έπεισε την ψυχή εξανάγκασε και αυτήν την οποία έπεισε να πιστέψει αυτά που λέχθηκαν και να συγκατατεθεί σ᾽ αυτά που έγιναν. Αυτός λοιπόν που την έπεισε, εφόσον την εξανάγκασε, διέπραξε αδίκημα, ενώ αυτή που πείσθηκε, εφόσον εξαναγκάστηκε από τον λόγο, άδικα κατηγορείται.»
(μετάφραση Π. Καλλιγάς)

Σαπφώ – απόσπασμα (630 – 570 π.Χ.)
[…] η Ελένη, που τους άλλους
τόσο στην ομορφιά περνούσε, χώρισε
τον άριστο τον άντρα,
π' όλο της Τροίας κατάστρεψε το κράτος,
κι ούτε την κόρη, ουδέ τους ακριβούς της
θυμήθηκε γονιούς, μα ερωτευμένην
ξεσήκωσέ τη η Κύπρις.
Πολύ εύκολα η καρδιά λυγάει τ' ανθρώπου.
Κι αμέσως λαχταράει στο νου ό,τι βάλει.
Σαπφώ, απόσπασμα 16 L.-P. (μτφρ. Π. Λεκατσάς)

''Ο ύμνος στην Ελένη'', Άγγελος Σικελιανός
...........................................................................
Ακέρια μες στα στήθη μας μαζώχτηκε η πατρίδα·
κι έργο της, λόγος, όνειρο, βαθιά τους αντηχεί,
σαν από δόρυ ορμητικό, βογκώντας, μιαν ασπίδα
που, πίσωθέ της, άγρυπνη παραφυλάει ψυχή!
..........................................................................
Άγγελος Σικελιανός. 1967. Λυρικός Βίος. Επιμ.: Γ. Π. Σαββίδης. Τόμ. Δ΄. Αθήνα: Ίκαρος.
''Τ΄ αηδόνια'', Ανδρέας Λασκαράτος
Τ’ αηδόνια να σωπάσουνε.
Λίγη ησυχία να γένει,
να ταγουδήσ’ η Ελένη
με τη γλυκεία φωνή.
Τ’ αηδόνια να σωπάσουνε·
να μη φυσάει τ’ αέρι,
ένα αγγελούδι αϊταίρι
τσ’ Ελένης να φανεί.
Να έλθει από την Παράδεισο
σ’ εμάς εν αγγελούδι
να πει αν εκεί τραγούδι
άκουσε πλέα γλυκό.
Να πει αν εις την Παράδεισο
είναι κι’ εκεί μια Ελένη,
να τραγουδά, να ευφραίνει
τον άπειρο ουρανό.
Ανθολογία Ποιήσεως, Α΄ Τόμος, Μ. Περάνθη

Σκηνή από τη γαμήλια πομπή του Πάρη – Αλέξανδρου και της Ελένης στην Τροία.
Οι νιόνυμφοι απομακρύνονται πάνω σε τέθριππο άρμα. Τέσσερα ζευγάρια Τρώων τους ...
Νίκος Καζαντζάκης, Τερτσίνες
Ελένη, ορθή φτερούγα στον αγέρα,
φλογάτη στα μαλλιά της ζωής μαντίλα,
σκισμένη της αγάπης μπαντιγέρα,
άγρα ελπίδα του ανέλπιδου πολέμου ...

Νίκου Καζαντζάκη, Οδύσσεια, γ΄έκδοση, εκδ. Δωρικός, ραψωδία Ω, στίχοι 966-973
«Κι αν ήταν άδειος ίσκιος πλανερός, ας είναι βλογημένος·
γι’ αυτόν τον ίσκιο εμείς παλέψαμε και πλάτυνεν ο νους μας,
γερέψαν τα κορμιά, γυρίσαμε στην ποθητή πατρίδα
κι ήταν γιομάτα περιπλάνησες τα φρένα μας κι αντρεία
και τα καράβια μας ξεχείλιζαν ασήκωτα λεβέτια,
χρουσά σκουτιά κι ανατολίτισσες πολύ γλυκές γυναίκες.
Η γης όλη μου φαίνεται, ασκητή, σα νιολουσμένη Ελένη,
πέπλα φοράει με ξόμπλια θάλασσες και ξενιτιές και κάστρα ...»
''Ελένη'', Αλμπέρ Σαμαίν
Της μάχης πλέει αχνός στη βραδιασμένη μέρα...
Κι έξω απ’ τα τείχη η Αργείτισσα κι απ’ τα παλάτια
μακριά — πάει προς το κόκκινο ποτάμι πέρα
πατώντας ξαπλωτά κορμιά ή κορμιών κομμάτια.
Φέγγουν των Αχαιών φωτιές στο θαμπόν αέρα·
στ’ άρματα δίπλα χλιμιντρούν τ’ αθάνατα άτια...
Μόνη, του μακελειού διαβάτρα η λευκοχέρα,
το χέρι της περνά με φρίκη εμπρός στα μάτια.
Τη δείχνει θεία με τη στερνή φεγγοβολιά της
η μέρα·— απ’ τα κρυφά τα πέπλα, που ανεμίζει,
μια ανίκητη μυρωδιά αγάπης αναβρύζει.
Προς τα γυμνά της πόδια οι βαριοπληγωμένοι
σέρνοντας στους αγκώνες, τα χρυσά μαλλιά της
αγγίζουν — και πεθαίνουν παρηγορημένοι.
μτφρ. Γεώργιος Δροσίνης (1859-1952)
"Σελήνη''. Σχέδιο Σωτήρη Σόρογκα
''Ελένη'', Κωστής Παλαμάς
Είμ’ η Ελένη· από του Ήλιου
την πηγή χυμένη εγώ,
το χρυσόνειρο είμαι του Ήλιου
και στον Ήλιο, εκεί, γυρνώ·
γύρω μου, όχι· σε είδωλό μου
θεόπλαστο ολοζωντανό
θεοί και ήρωες γύρω αψήφησαν
πόλεμο και χαλασμό.
Όχι εμένα! τον υπέρκαλο
νυχτανεβασμένο ίσκιο μου
σε γη και ώρα στοιχειωμένη
πήρε ταίρι ο γόης Κιμμέριος·
είμ’ η ανέγγιχτη κι η αχάλαστη,
κι η άφταστη. Και είμ’ η Ελένη.
Κωστής Παλαμάς. 1904. Η ασάλευτη ζωή. Αθήνα: τυπ. Εστίας.

"Ελένη", Γιάννης Ρίτσος
Τώρα ξεχνώ τα πιο γνωστά μου ονόματα ή τα συγχέω μεταξύ τους -
Πάρις, Μενέλαος, Αχιλλέας, Πρωτέας, Θεοκλύμενος, Τεύκρος,
Κάστωρ και Πολυδεύκης - οι αδελφοί μου, ηθικολόγοι· αυτοί, νομίζω,
έγιναν άστρα - έτσι λένε, - οδηγοί καραβιών· - Θησέας, Πειρίθους,
Ανδρομάχη, Κασσάνδρα, Αγαμέμνων, - ήχοι, μόνον ήχοι
χωρίς παράσταση, χωρίς το είδωλό τους γραμμένο σ’ ένα τζάμι,
σ’ έναν μετάλλινο καθρέπτη ή στα ρηχά, στ’ ακρογιάλι, όπως τότε
μιαν ήσυχη μέρα με λιακάδα, με πολλά κατάρτια, όταν η μάχη
είχε κοπάσει, και το τρίξιμο των βρεγμένων σκοινιών στις τροχαλίες
κρατούσε τον κόσμο ψηλά, σαν τον κόμπο ενός λυγμού σταματημένον
μέσα σ’ ένα κρυστάλλινο λαρύγγι – κ’ έβλεπες τον κόμπο να σπιθίζει,
να τρέμει
χωρίς να γίνεται κραυγή, και ξαφνικά όλο το τοπίο με τα καράβια,
τους ναύτες και τ’ αμάξια, βούλιαζε μέσα στο φως και στην ανωνυμία.
Γ. Mανουσάκης, "Σπασμένα αγάλματα και πικροβότανα"
Περπάτησα έξι μέρες ώσπου να ’ρθω
στην πύλη αυτού του παλατιού.
Ήθελα ν’ αντικρίσω μια φοράν εκείνη
που η ομορφιά της θόλωσε τα φρένα
τόσων παλικαριών και γέμισε με θρήνους
τις χώρες της Ελλάδας και την Τροία.
Βαρέθηκα πια να μετρώ τις μέρες
που σέρνομαι εδώ γύρω. Δούλες πονόψυχες
μου δίνουν πότε – πότε λίγο φαΐ
και δούλοι βλοσυροί με διώχνουν,
με χτυπούν με τα ραβδιά τους.
Μα εγώ όλο και ξαναγυρίζω προσδοκώντας
να ιδώ τον ήλιο που θα μου θαμπώσει τα μάτια.
Σήμερα το πρωί δε βάσταξα
και ρώτησα την πιο γριά υπηρέτρα
γιατί δε βγαίνει η Ελένη απ’ το παλάτι
να λάμψει η πόλη, να χαρούν οι ανθρώποι
το θείο δώρο της μορφής της. Γέλασε
εκείνη ένα στριγγό κακόηχο γέλιο
και μου ’πε: «Ποιαν Ελένη θέλεις
να δεις; Σ’ ένα δωμάτιο με κλειστά
τα παραθύρια, δίχως τους καθρέφτες της,
μακριά απ’ τον κόσμο, ζει μια γυναίκα
όμοια μ’ εμένα. Άσπρα μαλλιά, στόμα
ξεδοντιασμένο, σακκουλιασμένα μάτια
δίχως λάμψη, κι η σάρκα πλαδαρή, νερου-
λιασμένη. Έξω δε βγαίνει
και κανένα πια δε θέλει να δεί. Εγώ μόνο
μπαίνω στο μισοσκότεινο δωμάτιο
και τη φροντίζω.
Ξένε, δε συλλογίστηκες
σαν πόσα χρόνια να ’χουν περάσει
απ’ όταν άρχισε ο πόλεμος της Τροίας.»
"Ποίημα για την Ελένη", Τάκης Σινόπουλος
Ωραία εσύ η ανίδωτη
μέσα στον ουρανό του ποιήματος
καυτερή θρησκεία γυναίκα αγέρινη
ντυμένη χαραυγές ένα άστρο σύμβολο
με τ΄ όνομά σου δένοντας των εποχών τις γέφυρες.
Ωραία εσύ
νυχτερινή του απείρου εξαίσιο του θανάτου λάφυρο
από τη σκόνη του θανάτου αναγεννώμενη.
Σ΄ αναγνωρίζω Ελένη μου μέσα στους μαύρους έρωτες
που κάψανε μ΄ οράματα τα χρόνια μου. Ω, ποτέ
ποτέ μη φύγεις για τους τόπους του χαμού
στις χώρες τις απάνθρωπες μη σπαταλήσεις
τούτη τη σάρκα σου από σμάλτο κι από κρύσταλλο.
Σε περιμένω.
Κοίταξε σούφερα καπνούς κι αρώματα από τα βουνά
πετράδια από τη θάλασσα
ήλιους και φύλλα σούφερα κατηφοριές κι ανέμους
καλάμια από τις ποταμιές βράχια και πέτρες κι όνειρα
και καταχνιές κι αφρούς για σένα προσφορά.
Με χέρια και με γόνατα σπασμένα παραμόνεψα
γυμνός πλανήθηκα πάνω στη γη σε κάθε στρίψιμο
του κόσμου παραμόνεψα. Σε περιμένω.
Είμαι νεκρός τα βράδια κάτω απ΄ το λυχνάρι μου
κι όμως ακόμα ζωντανός αστράφτοντας απ΄ τη δική σου δύναμη.
Κοιμάμαι σε κρεβάτι φορτωμένο με γεννήτορες
που μου γυρεύουν να μιλήσω. Κι ανυμνώ τη χώρα μου
κι εσένα και τη βλάστηση
γίνομαι μνήμες όνειρα και βλάστηση
και χώμα αιώνιο απ΄ τη δική μας γη
προπάντων χώμα χώμα Ελένη.
Και τούτο τ΄ ονομάζω προσμονή. Η γέννηση του ποιήματος …
Τάχα θα' ρθείς;
Μια νύχτα Ελένη τάχα θα σε συναντήσω,
όταν ο χρόνος θα 'ναι ακίνητος από τα θαύματα,
στεφανωμένη υποταγή κι ανάσταση τρεμάμενη;
Μες στην πελώρια πόλη του ύπνου θα συναντηθούμε
σάμπως σε μια αυτοκρατορία νεκρών ποιητών
κατάμεστη από σταλαχτίτες - ποιήματα
και τάχα θα μιλήσουμε θα κοιταχτούμε
λουλουδισμένοι κι άφωνοι με τη χωμάτινη καρδιά
να ζωντανεύει και να γίνεται
ξανά ένα ρόδο πορφυρό ξανά μια πυρκαγιά απαράμιλλη
τάχα θα σμίξουμε άλλη μια φορά
μια νύχτα που η σιωπή θα 'ναι μια απέραντη σιωπή
εγώ γεμάτος διάστημα
εσύ γεμάτη μ' άστρα
πάντα άφθαρτη παρθένα ανέγγιχτη
μεταρσιωμένη;

Επίκληση στον Ήλιο της Ελένης - Τάκης Σινόπουλος
''Μαρία Νεφέλη'', Οδυσσέας Ελύτης
Η Μαρία Νεφέλη λέει :
... Όσο υπάρχουν Αχαιοί θα υπάρχει μία ωραία Ελένη.
Κι ας είναι αλλού το χέρι και αλλού ο λαιμός.
Κάθε καιρός κι ο Τρωικός του Πόλεμος.
Και ο Αντιφωνητής :
Κάθε καιρός κι η Ελένη του.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «Μαρία Νεφέλη» εκδ. Ίκαρος, 1999.

''Ελένη'', Οδυσσέας Ελύτης
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια
ο καιρός
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές
ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
Κι είμαστε — σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη —
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.
Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
Μια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ’ από το γέλιο σου ώς τον ήλιο
Λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε πάλι
Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ’ αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
Ένα θολό συναίσθημα
Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν κι απομακρύνονται
Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπώρου ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη
Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα
του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ’ άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα
και λόγια
Λόγια όχι σαν τ’ άλλα μα κι αυτά μ’ ένα μοναδικό τους προορισμόν:
Εσένα!
Οδυσσέας Ελύτης. [1940] 2007. Προσανατολισμοί. 15η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.
''Ελένη'', Γιώργος Σεφέρης
ΤΕΥΚΡΟΣ: …ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν
οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν
Σαλαμῖνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.
........................................................
ΕΛΕΝΗ: Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρῳάδ’, ἀλλ’ εἴδωλον ἦν.
.........................................................
ΑΓΓΕΛΟΣ: Τί φῄς;
Νεφέλης ἄρ’ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες· δε θα τολμούσα να πω φιλήματα·
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Ποιές είναι οι Πλάτρες; Ποιός το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών·
η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.
Το φεγγάρι
βγήκε απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη·
σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει νά βρει
την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.
Πού είν’ η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης·
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.
Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους —ποιός θα το ’λεγε— η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου· την άγγιξα, μου μίλησε:
«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».
Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα·
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία — ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα νά ηταν πλάσμα ατόφιο·
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης·
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ’ είναι θεός; τί μη θεός; και τί τ’ ανάμεσό τους;
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό ειναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι ανθρώποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών·
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ’χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
Γιώργος Σεφέρης. 1955. Κύπρον, οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν. Αθήνα: Ίκαρος.
Για την Ελένη - 1978
Στίχοι : Μιχάλης Μπουρμπούλης
Μουσική : Μάνος Χατζιδάκις
Είκοσι χρόνια με ρωτάς
ποιος πήρε την Ελένη
μα εκείνη μόνη στο σχολειό
τον Πάρη περιμένει
Είκοσι χρόνια με ρωτάς
ποιόν αγαπά η Ελένη
είναι στη Σπάρτη, στα νησιά
στην Τροία παντρεμένη
Με ρωτούν για την Ελένη αχ Ελένη
που’ναι εικόνα δακρυσμένη αχ Ελένη
μα εγώ δεν απαντώ
την καρδιά μου τη σφραγίζω
και την πίκρα μου κεντώ
Είκοσι χρόνια με ρωτάς
πού θα βρεθεί η Ελένη
σαν ζωγραφιά στην εκκλησιά
ή σαν κερί αναμμένη
Είκοσι χρόνια με ρωτάς
πού θάψαν την Ελένη
μπορεί στο Άργος στους αγρούς
μπορεί στην οικουμένη
Με ρωτούν για την Ελένη αχ Ελένη
που’ναι εικόνα δακρυσμένη αχ Ελένη
μα εγώ δεν απαντώ
την καρδιά μου τη σφραγίζω
και την πίκρα μου κεντώ

Η Ελένη είναι ο μύθος για ένα κορίτσι του καιρού μας που έχει χαθεί.
Η Ελένη είναι ένα φάντασμα με τη μορφή ενός κοριτσιού, που κάθε τόσο φανερώνεται και χάνεται μες απ’ τις βροχές, μέσα από τα σύννεφα και μες από τον ήλιο.
Η Ελένη, όπως η Μελισσάνθη, η Μάγδα και η Μαριάνθη των ανέμων, ανήκει στην πολύ προσωπική μου μυθολογία.
Τα τελευταία χρόνια πολλές φορές σαν είμαι μόνος σκέπτομαι την έννοια κορίτσι να μπλέκεται παράξενα στο μύθο μου και στη ζωή μου.
Ίσως γιατί η ηλικία μ’ εμποδίζει να δοκιμάσω την απειρία μου σε απομακρυσμένες η καινούργιες εμπειρίες.
Κι έτσι θα μείνω μ’ ότι θυμάμαι απο τον έρωτα συγκεχυμένα και μισά.
Με μιαν Ελένη που κάπου στη Γη ή μες στην απέραντη οικουμένη έχει ταφεί.
Μάνος Χατζιδάκις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου